- ανθειον
- ἄνθειοντό беот. Arph. = ἄνθος См. ανθος I
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
άνθειον — ἄνθειον, το (Α) το άνθος* … Dictionary of Greek
ἀνθείου — ἄνθειον flower neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθείῳ — ἄνθειον flower neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄνθεια — ἄνθειον flower neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)